- καλλιχέλωνος
- καλλιχέλωνος, ον,A with a beautiful tortoise on it,
ὀβολός Eup.141
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀβολός Eup.141
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλλιχέλωνος — καλλιχέλωνος, ον (Α) (για οβολό) αυτός που έχει ωραία απεικόνιση χελώνας … Dictionary of Greek